ἀδιάλυτος

ἀδιάλυτος
ἀ-διά-λυτος, unauflöslich

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀδιάλυτος — undissolved masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιάλυτος — η, ο (Α ἀδιάλυτος, ον) [διαλύω] ό,τι δεν διαλύθηκε ή δεν μπορεί να διαλυθεί νεοελλ. 1. ό,τι δεν διασκορπίστηκε ή δεν έλειωσε 2. ανεξιχνίαστος αρχ. 1. ασυμφιλίωτος, αδιάλλακτος 2. άφθαρτος, ακατάλυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διαλύω. ΠΑΡ. νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • αδιάλυτος — η, ο 1.αυτός που δε διαλύεται: Πολλά σώματα μένουν αδιάλυτα στο νερό. 2. αξεδιάλυτος, ανεξιχνίαστος: Μυστήριο αδιάλυτο σκεπάζει την υπόθεση αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδιαλύτως — ἀδιάλυτος undissolved adverbial ἀδιάλυτος undissolved masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιάλυτον — ἀδιάλυτος undissolved masc/fem acc sg ἀδιάλυτος undissolved neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαλύτοις — ἀδιάλυτος undissolved masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαλύτου — ἀδιάλυτος undissolved masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαλύτους — ἀδιάλυτος undissolved masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαλύτων — ἀδιάλυτος undissolved masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαλύτῳ — ἀδιάλυτος undissolved masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιάλυτα — ἀδιάλυτος undissolved neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”